παρεκκλίνω

παρεκκλίνω
παρέκκλινα
1. μτβ., κάνω κάτι να βγει από το δρόμο, από την πορεία του, από την κανονική του θέση.
2. αμτβ., βγαίνω από το δρόμο μου, εκτρέπομαι.
3. μτφ., παραβαίνω τις αρχές μου, ξεφεύγω από το σκοπό μου: Η γενική συνέλευση παρέκκλινε από το σκοπό για τον οποίο συγκλήθηκε.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρεκκλίνω — παρεκκλίνω, παρεξέκλινα βλ. πίν. 172 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρεκκλίνω — παρεκκλί̱νω , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj act 1st sg παρεκκλί̱νω , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres subj act 1st sg παρεκκλί̱νω , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres ind act 1st sg παρεκκλί̱νω , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλίνω — ΝΑ [εκκλίνω] 1. γέρνω κάτι προς τα πλάγια ή προς άλλη διεύθυνση, απομακρύνω ή εκτρέπω κάτι από την αρχική του θέση ή διεύθυνση και τό κάνω να πάρει λοξή θέση ή να λοξοδρομήσει 2. απομακρύνομαι από την αρχική μου θέση, πορεία ή διεύθυνση, αποκλίνω …   Dictionary of Greek

  • παρεκκλῖνον — παρεκκλίνω turn somewhat aside pres part act masc voc sg παρεκκλίνω turn somewhat aside pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλῖναι — παρεκκλίνω turn somewhat aside aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλῖναν — παρεκκλίνω turn somewhat aside aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλίνῃ — παρεκκλί̱νῃ , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj mid 2nd sg παρεκκλί̱νῃ , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj act 3rd sg παρεκκλί̱νῃ , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres subj mp 2nd sg παρεκκλί̱νῃ , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλίνει — παρεκκλί̱νει , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj act 3rd sg (epic) παρεκκλί̱νει , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres ind mp 2nd sg παρεκκλί̱νει , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλίνομεν — παρεκκλί̱νομεν , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj act 1st pl (epic) παρεκκλί̱νομεν , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres ind act 1st pl παρεκκλί̱νομεν , παρεκκλίνω turn somewhat aside imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεκκλίνουσι — παρεκκλί̱νουσι , παρεκκλίνω turn somewhat aside aor subj act 3rd pl (epic) παρεκκλί̱νουσι , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρεκκλί̱νουσι , παρεκκλίνω turn somewhat aside pres ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”